- κουρείου
- κουρεί̱ου , κουρεῖονbarber's shopneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
Μελισσιώτης, Πανάγος — (Αίγιο 1854 – Αθήνα 1904). Θεατρικός συγγραφέας. Εργαζόταν ως κουρέας και έφερε την προσωνυμία του Άψε σβήσε από την επιγραφή του κουρείου του. Αν και ήταν χαρτοπαίκτης και μέθυσος, μπόρεσε να καταπολεμήσει τις εξαρτήσεις αυτές και να ασχοληθεί… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Πάφου (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα διώροφο αρχοντικό του 1894 (Έξω Βρύσης 1, Πάφος). Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αι. στην Πάφο, το οποίο αγοράστηκε το 1957 από το συλλέκτη Γ. Σ. Ηλιάδη, για… … Dictionary of Greek